Το δημοψήφισμα για την τροποποίηση του ονόματος μοιάζει να διχάζει τον ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο από όσο τον δίχασε το δημοψήφισμα του 2015 για το Grexit. Το εγχείρημα για τη μετεξέλιξη του «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία» με στόχο την περαιτέρω διεύρυνση προς την Κεντροαριστερά εκλαμβάνεται ως σχέδιο για μια νέα μεταβολή της ισορροπίας ισχύος υπέρ της ηγεσίας. Ολες οι ομάδες των Μενσεβίκων (δηλαδή της μειοψηφίας, με αιχμή του δόρατος την ομάδα των «53+» υπό τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, τον γραμματέα Πάνο Σκουρλέτη, τον παντεπόπτη πρώην πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση, τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη και τον πάντοτε δραστήριο Νίκο Φίλη) αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για ένα σχέδιο επέκτασης της επιρροής των προεδρικών, αφού οι «νέες προσφυγικές ροές από το ΠΑΣΟΚ» μάλλον θα περιορίσουν αναλογικά τη δική τους επιρροή.
Από την άλλη πλευρά, η έκφραση «εμφύλιος στον ΣΥΡΙΖΑ» είναι μάλλον υπερβολική. Οι αρχηγοί των Μενσεβίκων γνωρίζουν ότι ο τέως πρωθυπουργός είναι αδιαφιλονίκητος. Η δυσαρέσκεια που εκδηλώνουν είναι ένας τρόπος για να διαπραγματευθούν τις θέσεις τους στην οικογενειακή φωτογραφία του 3ου συνεδρίου, που θα πραγματοποιηθεί τον Μάιο. Προς το παρόν, η αναβολή της προγραμματισμένης για το επόμενο Σαββατοκύριακο συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής αποφασίστηκε για τον κατευνασμό των πνευμάτων. Το θέμα του δημοψηφίσματος για το όνομα του κόμματος παραμένει ανοιχτό, με την εσωκομματική αντιπολίτευση να απαιτεί δημοψήφισμα θέσεων και όχι ονομάτων, έτσι ώστε να αποφύγει την καταγραφή ήττας. Ο κ. Τσίπρας, κατά την προσφιλή τακτική του, αφού κατέθεσε την πρόταση που προκάλεσε την αναστάτωση, αποφεύγει να τοποθετηθεί μέχρι να εκτονωθούν οι αντιδράσεις, μέσα από συνεννοήσεις που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. Το βέβαιο είναι ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το όνομα του κόμματος θα τροποποιηθεί, με την προσθήκη της φράσης «Πράσινη Συμμαχία» να θεωρείται η επικρατέστερη επιλογή, που θα συμβολίσει το άνοιγμα στη σοσιαλδημοκρατία και στην οικολογία και ουσιαστικά θα σηματοδοτήσει την αρπαγή των τελευταίων τοτέμ του ΠΑΣΟΚ.
Οι συζητήσεις στο γραφείο του κ. Τσίπρα δεν περιορίζονται στην ευκλείδεια εσωκομματική γεωμετρία, αλλά επεκτείνονται στην κβαντική θεωρία (δηλαδή στην απροσδιοριστία) της πολιτικής. Ο τέως πρωθυπουργός στις ιδιωτικές συζητήσεις του ομολογεί τη βεβαιότητά του ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης σκέφτεται διπλές κάλπες μέσα στο 2020 προκειμένου να «κάψει» τώρα την απλή αναλογική και όχι το 2023. Μοιάζει ψύχραιμος απέναντι στο ενδεχόμενο ενός εκλογικού αιφνιδιασμού, παρότι αναγνωρίζει ότι η αντιπολίτευση που ασκεί το κόμμα είναι ανεπαρκής. Ανθρωποι που γνωρίζουν τον τρόπο που σκέφτεται, αποδίδουν την ψυχραιμία του σε τρεις λόγους. Πρώτον, πιστεύει ότι ο κ. Μητσοτάκης θα διστάσει την τελευταία στιγμή και θα αποφύγει να εγκλωβιστεί στην περιπέτεια διπλών εκλογών. Δεύτερον, θεωρεί ότι ακόμη και αν γίνουν εκλογές, οι πολίτες ασχολούνται με την πολιτική μόνο τις τελευταίες δύο εβδομάδες πριν από την κάλπη, οπότε η πρόωρη υπερδραστηριότητα το μόνο που προκαλεί είναι σπατάλη δυνάμεων. Τρίτον, πιστεύει ότι τα μεγάλα ανοιχτά θέματα (εθνικά, προσφυγικό κ.λπ.) θα δημιουργούν διαρκώς γεγονότα εις βάρος της κυβέρνησης, που θα καθιστούν απρόβλεπτη την προεκλογική περίοδο. Παράλληλα, η εκτίμηση που επικρατεί είναι πως οι πρώτες εκλογές, αυτές που θα γίνουν με απλή αναλογική, θα είναι τόσο χαλαρές, αφού κανείς δεν θα αναμένει να σχηματιστεί κυβέρνηση, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ θα έχουν αφετηρία το 40% (δηλαδή όσο έλαβαν τον Ιούλιο του 2019). Οι δεύτερες εκλογές θα επιτείνουν την πόλωση, που θα ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι του ΚΙΝΑΛ, ενώ το νέο εκλογικό σύστημα που πρόσφατα ψηφίστηκε, ένα σύστημα περισσότερο αναλογικό από αυτό που ίσχυσε πέρυσι, θα επιτείνει το άγχος της Ν.Δ., καθώς θέτει ψηλά τον πήχυ της αυτοδυναμίας (38-39%). «Η Ν.Δ. θα συνειδητοποιήσει ότι η εξασφάλιση νέας αυτοδυναμίας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση», καταλήγουν. Εν τούτοις, δεν είναι λίγοι οι σκεπτικιστές, που τονίζουν ότι η θεωρητικοποίηση του εφησυχασμού οδηγεί σε δυσάρεστες εκπλήξεις, όπως αποδείχθηκε το 2019.