Η Ελληνίδα ποιήτρια Κική Δημουλά πέθανε σήμερα σε ηλικία 89 ετών.
Το βράδυ του περασμένου Σαββάτου η Κική Δημουλά είχε μεταφερθεί εσπευσμένα σε ιδιωτικό θεραπευτήριο των βορείων προαστίων και εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Η 89χρονη παρέμενε σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής της μετά από σοβαρή λοίμωξη του αναπνευστικού που είχε υποστεί.
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931, στην Αθήνα. Το 1972 τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης.
Η Association Capitale Européenne des Littératures τη βράβευσε, τον Μάρτιο του 2010, με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στο πλαίσιο της πέμπτης Ευρωπαϊκής Συνάντησης Λογοτεχνίας. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παντρεύτηκε τον μαθηματικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
Συνολικά εξέδωσε 14 ποιητικές συλλογές: «Έρεβος», 1956, «Ερήμην», 1958, «Επί τα ίχνη», 1963, «Το λίγο του κόσμου», 1971, «Το τελευταίο σώμα μου», 1981, «Χαίρε ποτέ», 1988, «Η εφηβεία της λήθης», 1994, «Ενός λεπτού μαζί», 1998, «Ήχος απομακρύνσεων», 2001, «Χλόη θερμοκηπίου», 2005, «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», 2007, «Συνάντηση», 2007, «Πέρασα», 2010, «Τα εύρετρα», 2010.
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα», έλεγε παλιότερα.
Η μεγάλη ποιήτρια, είχε παραχωρήσει μια άκρως εξομολογητική συνέντευξη στην LiFO.
Είχατε δηλώσει παλιά πως δεν θέλετε να σας αποκαλούν ποιήτρια γιατί σας ενοχλεί αυτό το «στραγάλι το ρ, μεταξύ του τ και του ι». Έχετε συμφιλιωθεί μαζί του; Το έχετε καταργήσει;
“Αυτές είναι παλιές, τυχερές, παραχαϊδεμένες ενοχλήσεις… Τις εκτόπισε ένα απόλυτο θήτα, ογκόλιθος που ήρθε και σφήνωσε ανάμεσα σε όλα τα γράμματα, ανάμεσα σε όλες τις λέξεις και τραυματίζει επώδυνα την άρθρωση της ψυχραιμίας».
Πώς μεταφράζεται αυτό το θήτα;
«Είναι ο θάνατος. Θα ήταν πραγματικά μια πολυτελής εκκεντρικότητα να ξαναέδινα αυτή την απάντηση ή να έλεγα ότι με ενοχλεί η λέξη «ποιήτρια», αν και πραγματικά παραμένει ενοχλητικό να το βλέπω γραμμένο στους φακέλους που μου στέλνουν. Διότι σε ποιόν γνωστοποιεί ο αποστολέας ότι είμαι ποιήτρια; Σε μένα; Στον ταχυδρόμο; Είναι μεγάλη μου απορία αυτή. Το ποιήτρια είναι τόσο ανύπαρκτος τίτλος, δεν είναι καταχωρημένος πουθενά».
«Ο Ποιητής δεν φοβάται το θάνατο. Η ποίηση είναι υπερφυσική, ο θάνατος είναι φυσικός», έλεγε ο Γιώργος Χειμωνάς. Εσείς κυρία Δημουλά τι φοβάστε;
«Υποπτεύομαι ότι αναπτύσσει κανείς, όχι συχνά, μια έκτακτη γενναιότητα, προκειμένου να επισπεύσει κάτι που πολύ φοβάται, ίσως για να απαλλαγεί το ταχύτερο δυνατόν απ’ αυτόν το φόβο. Το ανυπόφορο. Όπως είναι ο φόβος του θανάτου, που λέγαμε και νωρίτερα. Αφήστε. Θα το συζητήσω αυτό κάποτε, κατά μόνας με τον Γιώργο Χειμωνά. Άλλωστε υπάρχει από τη μεριά μου ένα ανεξόφλητο χρέος απέναντί του. Με ρωτάτε τι φοβάμαι εγώ. Μα τι άλλο; Ότι θα χάσω ένα γνώριμο, ένα συνεχώς ψευδόμενο και πολυαγαπηθέν. Τίποτα για χάρη ενός άλλου, άγνωστου και ειλικρινέστατου – φευ-. Τίποτα».